κόρυμβος — uppermost point masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek
κορύμβοις — κόρυμβος uppermost point masc dat pl κόρυμβος uppermost point neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύμβων — κόρυμβος uppermost point masc gen pl κόρυμβος uppermost point neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύμβου — κόρυμβος uppermost point masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύμβους — κόρυμβος uppermost point masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύμβῳ — κόρυμβος uppermost point masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβα — κόρυμβος uppermost point neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβοι — κόρυμβος uppermost point masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβον — κόρυμβος uppermost point masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξιανθία — Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται… … Dictionary of Greek